- σανίδεσσιν
- σανίςboardfem dat pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύξεστος — η, ο (Α εὔξεστος, ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, η, ον και ος, ον) 1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά 2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον η επιμελημένη επεξεργασία νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek